Δημοσοσιεύτηκε στο Protagon.gr
Το 1963 ο τότε Πρωθυπουργός και αρχηγός της ΕΡΕ, Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να είπε «Ποῖος κυβερνᾶ αὐτόν τόν τόπον». Η κάθε άλλο παρά ρητορική ερώτηση του τότε πρωθυπουργού είχε να κάνει με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από εγκληματίες παρακρατικούς, εμφανώς υποκινουμένων, και σε συνεργασία με ακροδεξιούς αξιωματικούς του στρατού της χωροφυλακής και της ΚΥΠ.
Από τότε έχουν περάσει 50 χρόνια και στην ερώτηση «Ποιος» πρέπει να προσθέσουμε και το «Πώς».
Στην Ελλάδα του 2013 δε φαίνεται να υπάρχουν παρακρατικοί, ίσως γιατί μη μπορώντας το κράτος να τους νικήσει τους ενσωμάτωσε στη λειτουργία του. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθούν τα αποτελέσματα μιας έρευνας που τα πρώιμα αποτελέσματά της παρουσίασε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου ο καθ. Φέδερστοουν σε μια μελέτη προϊόν συνεργασίας με τον καθ. Παπαδημητρίου. Ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων όσων κυβέρνησαν τον τόπο από το 1974 και πέρα είναι η πλήρης απουσία εμπιστοσύνης του εκάστοτε πρωθυπουργού στον κρατικό μηχανισμό και η αναπλήρωση του «κενού» αυτού με έμπιστους συμβούλους, «λοχαγούς» ή υποτακτικούς (ή άλλως εννοούμενους «κηπουρούς»). Κι αν, ίσως, αυτό δικαιολογείται στον Καραμανλή της Μεταπολίτευσης - λόγω των συγκυριών της μετάβασης στη δημοκρατία - δε νοείται στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ο αιώνα.
Το οξύμωρο βρίσκεται εδώ ακριβώς. Στο πάθος - έως και στην αγριότητα – από την μία πλευρά, με το οποίο τα κόμματα επεδίωξαν την κατάκτηση της εξουσίας και, από την άλλη πλευρά, στην παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης προς το αντικείμενο της κατάκτησης τους.
Κομματικοί σχηματισμοί διεξάγουν πόλεμο για την κυριαρχία του κράτους και όταν τον «κερδίσουν», προσπερνούν τα όργανα του ή τα αγνοούν επιδεικτικά. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι φορείς τους δεν χρησιμοποιούνται όχι λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας αλλά λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης.
Αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος εμπιστοσύνης προς το κράτος είναι η πλήρης ασυνέχεια στην άσκηση της πολιτικής. Σχεδόν κάθε φορά πού αλλάζει κυβέρνηση, ακόμα και του ιδίου κόμματος, υπάρχει επανεκκίνηση. Σα να μηδενίζουμε το κοντέρ...
Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε μερικές από τις αιτίες αυτής της παράλογης συμπεριφοράς. Το πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στη – σχεδόν - απόλυτη εξουσία του πρωθυπουργού που δόθηκε με την αναθεώρηση του συντάγματος το 1985. Οι τεράστιες εξουσίες που δίνει το Σύνταγμα στον εκάστοτε Πρωθυπουργό και στην Κυβέρνηση, επιτρέπουν την υπερσκέλιση των οργάνων και θεσμών του κράτους. Μπορούμε να προσομοιάσουμε τον τρόπο διακυβέρνησης του τόπου με μια αλληλουχία από δημοκρατικά εκλεγμένες ημι-δικτατορίες.
Δεν απέχει δε πολύ από την πραγματικότητα η εικόνα του εκάστοτε πρωθυπουργού που μαζεύει καμιά κατοστή έμπιστα φιλαράκια του και πάει να κάνει γιουρούσι (κουμάντο) στο κράτος αγνοώντας επιδεικτικά το ίδιο το κράτος. Αντί η μετάδοση και μεταφορά των πολιτικών εντολών να γίνεται με δομημένο υπηρεσιακό τρόπο, έχουμε τις συνεχείς παρεμβάσεις πολιτικών παρατρεχάμενων (παρακρατικών).
Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα είναι το εύρος της εξουσίας των υπουργών και των υπογραφών τους. Τίποτα - σχεδόν - δεν κινείται χωρίς την υπογραφή του υπουργού, που έχει και το ακαταλόγιστο. Γι’ αυτό ίσως και οι δημόσιοι λειτουργοί να προωθούν τα πάντα, μικρά ή μεγαλύτερα στον υπουργό. Είναι ο ευκολότερος τρόπος να αποποιηθεί κανείς των ευθυνών του αλλά και να νομιμοποιήσει παραβατικές πρακτικές και παρανομίες, αφού κανένας υπουργός δεν είναι σε θέση να γνωρίζει - ακριβώς - τι κρύβεται πίσω από κάθε υπόθεση.
Αντί λοιπόν να έχουμε ένα κράτος υπηρέτη του πολίτη και μία δημόσια διοίκηση που να υπηρετεί τη συνέχεια του κράτους και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής έχουμε πλήρη παράλυση. Δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός πως καμία κυβέρνηση δεν είχε ούτε έχει το δικό της σχέδιο για την έξοδο από την οικονομική κρίση και ούτε ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, με τις οποίες βρεθήκαμε αντιμέτωποι. Δεν υπήρξε καμία συνωμοσία κατά της Ελλάδος. Υπήρξε, απλά, ανικανότητα που ενισχύθηκε από την συλλογική ανεπάρκεια και αδεξιότητα διαδοχικών κυβερνήσεων.
Ανεξαρτήτως λοιπόν από το ποιος κυβερνούσε αυτόν τον τόπο, το «πώς» ήταν το ίδιο. Αυθαιρεσία, ιδιοτέλεια και παρατρεχάμενοι.
Η λύση είναι να δομήσουμε ένα κράτος που να μπορεί να το διοικήσει οποιοσδήποτε μικρόνοος, λαϊκιστής πολιτικάντης αφαιρώντας του την δυνατότητα να κάνει μεγάλο κακό, διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι συνήθως τέτοιοι μας κυβερνούν. Μια δημόσια διοίκηση όπου το σύνολο θα είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους συνιστωσών και όχι μικρότερο. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας των ισχυρών του κόσμου. Η αρχή πρέπει να γίνει με την συνταγματική μείωση των εξουσιών του πρωθυπουργού και τη θεσμοθέτηση ανεξάρτητων ελεγκτικών οργάνων, για να αλλάξουμε τα κίνητρα της κατάκτησης της εξουσίας.
Το 1963 ο τότε Πρωθυπουργός και αρχηγός της ΕΡΕ, Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να είπε «Ποῖος κυβερνᾶ αὐτόν τόν τόπον». Η κάθε άλλο παρά ρητορική ερώτηση του τότε πρωθυπουργού είχε να κάνει με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από εγκληματίες παρακρατικούς, εμφανώς υποκινουμένων, και σε συνεργασία με ακροδεξιούς αξιωματικούς του στρατού της χωροφυλακής και της ΚΥΠ.
Από τότε έχουν περάσει 50 χρόνια και στην ερώτηση «Ποιος» πρέπει να προσθέσουμε και το «Πώς».
Στην Ελλάδα του 2013 δε φαίνεται να υπάρχουν παρακρατικοί, ίσως γιατί μη μπορώντας το κράτος να τους νικήσει τους ενσωμάτωσε στη λειτουργία του. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθούν τα αποτελέσματα μιας έρευνας που τα πρώιμα αποτελέσματά της παρουσίασε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου ο καθ. Φέδερστοουν σε μια μελέτη προϊόν συνεργασίας με τον καθ. Παπαδημητρίου. Ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων όσων κυβέρνησαν τον τόπο από το 1974 και πέρα είναι η πλήρης απουσία εμπιστοσύνης του εκάστοτε πρωθυπουργού στον κρατικό μηχανισμό και η αναπλήρωση του «κενού» αυτού με έμπιστους συμβούλους, «λοχαγούς» ή υποτακτικούς (ή άλλως εννοούμενους «κηπουρούς»). Κι αν, ίσως, αυτό δικαιολογείται στον Καραμανλή της Μεταπολίτευσης - λόγω των συγκυριών της μετάβασης στη δημοκρατία - δε νοείται στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ο αιώνα.
Το οξύμωρο βρίσκεται εδώ ακριβώς. Στο πάθος - έως και στην αγριότητα – από την μία πλευρά, με το οποίο τα κόμματα επεδίωξαν την κατάκτηση της εξουσίας και, από την άλλη πλευρά, στην παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης προς το αντικείμενο της κατάκτησης τους.
Κομματικοί σχηματισμοί διεξάγουν πόλεμο για την κυριαρχία του κράτους και όταν τον «κερδίσουν», προσπερνούν τα όργανα του ή τα αγνοούν επιδεικτικά. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι φορείς τους δεν χρησιμοποιούνται όχι λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας αλλά λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης.
Αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος εμπιστοσύνης προς το κράτος είναι η πλήρης ασυνέχεια στην άσκηση της πολιτικής. Σχεδόν κάθε φορά πού αλλάζει κυβέρνηση, ακόμα και του ιδίου κόμματος, υπάρχει επανεκκίνηση. Σα να μηδενίζουμε το κοντέρ...
Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε μερικές από τις αιτίες αυτής της παράλογης συμπεριφοράς. Το πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στη – σχεδόν - απόλυτη εξουσία του πρωθυπουργού που δόθηκε με την αναθεώρηση του συντάγματος το 1985. Οι τεράστιες εξουσίες που δίνει το Σύνταγμα στον εκάστοτε Πρωθυπουργό και στην Κυβέρνηση, επιτρέπουν την υπερσκέλιση των οργάνων και θεσμών του κράτους. Μπορούμε να προσομοιάσουμε τον τρόπο διακυβέρνησης του τόπου με μια αλληλουχία από δημοκρατικά εκλεγμένες ημι-δικτατορίες.
Δεν απέχει δε πολύ από την πραγματικότητα η εικόνα του εκάστοτε πρωθυπουργού που μαζεύει καμιά κατοστή έμπιστα φιλαράκια του και πάει να κάνει γιουρούσι (κουμάντο) στο κράτος αγνοώντας επιδεικτικά το ίδιο το κράτος. Αντί η μετάδοση και μεταφορά των πολιτικών εντολών να γίνεται με δομημένο υπηρεσιακό τρόπο, έχουμε τις συνεχείς παρεμβάσεις πολιτικών παρατρεχάμενων (παρακρατικών).
Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα είναι το εύρος της εξουσίας των υπουργών και των υπογραφών τους. Τίποτα - σχεδόν - δεν κινείται χωρίς την υπογραφή του υπουργού, που έχει και το ακαταλόγιστο. Γι’ αυτό ίσως και οι δημόσιοι λειτουργοί να προωθούν τα πάντα, μικρά ή μεγαλύτερα στον υπουργό. Είναι ο ευκολότερος τρόπος να αποποιηθεί κανείς των ευθυνών του αλλά και να νομιμοποιήσει παραβατικές πρακτικές και παρανομίες, αφού κανένας υπουργός δεν είναι σε θέση να γνωρίζει - ακριβώς - τι κρύβεται πίσω από κάθε υπόθεση.
Αντί λοιπόν να έχουμε ένα κράτος υπηρέτη του πολίτη και μία δημόσια διοίκηση που να υπηρετεί τη συνέχεια του κράτους και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής έχουμε πλήρη παράλυση. Δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός πως καμία κυβέρνηση δεν είχε ούτε έχει το δικό της σχέδιο για την έξοδο από την οικονομική κρίση και ούτε ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, με τις οποίες βρεθήκαμε αντιμέτωποι. Δεν υπήρξε καμία συνωμοσία κατά της Ελλάδος. Υπήρξε, απλά, ανικανότητα που ενισχύθηκε από την συλλογική ανεπάρκεια και αδεξιότητα διαδοχικών κυβερνήσεων.
Ανεξαρτήτως λοιπόν από το ποιος κυβερνούσε αυτόν τον τόπο, το «πώς» ήταν το ίδιο. Αυθαιρεσία, ιδιοτέλεια και παρατρεχάμενοι.
Η λύση είναι να δομήσουμε ένα κράτος που να μπορεί να το διοικήσει οποιοσδήποτε μικρόνοος, λαϊκιστής πολιτικάντης αφαιρώντας του την δυνατότητα να κάνει μεγάλο κακό, διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι συνήθως τέτοιοι μας κυβερνούν. Μια δημόσια διοίκηση όπου το σύνολο θα είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους συνιστωσών και όχι μικρότερο. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας των ισχυρών του κόσμου. Η αρχή πρέπει να γίνει με την συνταγματική μείωση των εξουσιών του πρωθυπουργού και τη θεσμοθέτηση ανεξάρτητων ελεγκτικών οργάνων, για να αλλάξουμε τα κίνητρα της κατάκτησης της εξουσίας.